κἀμοῦ

κἀμοῦ
ἀ̱μοῦ , ἁμός 1
masc/neut gen sg
ἀμοῦ , ἁμοῦ
somewhere
indeclform (adverb)
ἀ̱μοῦ , ἀμόω
hang
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀμοῦ , ἀμόω
hang
pres imperat mp 2nd sg
ἐμοῦ , ἐγώ
I at least
masc/fem gen 1st sg
ἐμοῦ , ἐμέω
vomit
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἐμοῦ , ἐμός
mine
masc/neut gen sg
ἀμοῦ , ἡμός
masc/neut gen sg (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάμου — κάμνω work aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Монастырь Святого Стефана — православный храм Монастырь Святого Стефана греч. Μονή Αγίου Στεφάνου …   Википедия

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανιόλα — (Hispaniola). Νησί (76.483 τ. χλμ., 15.784.616 κάτ. το 2001) της Κεντρικής Αμερικής, το δεύτερο σε μέγεθος των Μεγάλων Αντιλλών μετά την Κούβα. Βρίσκεται στη θάλασσα της Καραϊβικής, ΝΑ της Κούβας. Πολιτικά, χωρίζεται στη Δομινικανή Δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Κιότο — (Kyoto). Πόλη (1.467.705 κάτ. το 2000) της κεντρικής Ιαπωνίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (4.613 τ. χλμ., 2.644.391 κάτ.) στο νησί Χονσού. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Κάμο (Κάμο Βάτα), παραποτάμου του Γιόντο, στο σημείο της συμβολής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”